Οπλισμός – Εφόδια – Οχύρωση
Ηνίκη των Ελλήνων εναντίον των Ιταλών το 1940 χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ένα θαύμα. Τα θαύματα βέβαια έχουν συνήθως την εξήγησή τους. Στη προκειμένη περίπτωση το ηθικό των Ελλήνων μαχητών ,ο πραγματικός πατριωτισμός και η αίσθηση ότι εκείνος ο πόλεμος ήταν ένας ακόμη πόλεμος εθνικής επιβίωσης αποτελούν μερικες από τις ερμηνείες του “θαύματος”. Ο άνθρωπος παίζει πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Δεν θα παραγνωρίσουμε όμως ότι πριν από τον πόλεμο είχε γίνει μια αρκετά σοβαρή προσπάθεια συμμαζέματος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και εξοπλισμού τους τουλάχιστον με τα απαραίτητα όπλα που απαιτούσε μια πολεμική σύγκρουση.
Ποια ήταν λοιπόν τα όπλα που είχε τότε ο Ελληνικό Στρατός;
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΓΕΣ:
Από το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και για μια τριετία η μόνη σημαντική αλλαγή που έγινε στην οργάνωση του Ελληνικού Στρατού ήταν η σύσταση για πρώτη φορά του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Γ.Ε.Σ.) τον Ιούλιο του 1923. Τρία χρόνια αργότερα, το 1926, κυρώθηκε ο πρώτος μεταπολεμικός Οργανισμός του Στρατού, ο οποίος εφαρμόστηκε μέχρι το 1929 οπότε ψηφίστηκε νέος Οργανισμός του Στρατού.
Η διοίκηση του στρατού ενασκούνταν από τον υπουργό των Στρατιωτικών, με τη βοήθεια του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου και των διοικήσεων των σχηματισμών, οι οποίοι, σε ειρηνική περίοδο, ήταν τέσσερα σώματα στρατού, έντεκα μεραρχίες Πεζικού, δύο ταξιαρχίες Ιππικού και μία διοίκηση Αεροπορίας. Η σύνθεση αυτή του στρατού ίσχυε μέχρι το 1935, με ελάχιστες μεταβολές. Τότε πάρθηκαν όλα τα απαιτούμενα μέτρα, για να καλυφθούν οι αυξημένες εθνικές ανάγκες και να βελτιωθεί η οργάνωση και η μαχητική ισχύς του στρατού.
Δεν θα παραγνωρίσουμε όμως ότι πριν από τον πόλεμο είχε γίνει μια αρκετά σοβαρή προσπάθεια συμμαζέματος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και εξοπλισμού τους τουλάχιστον με τα απαραίτητα όπλα που απαιτούσε μια πολεμική σύγκρουση
Το ίδιο έτος συγκροτήθηκε το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (Α.Σ.Ε.Α.) και το Ανώτατο Στρατιωτικό Υγειονομικό Συμβούλιο, ενώ αναδιοργανώθηκε και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ορίστηκαν τρεις υπαρχηγοί, οι οποίοι ήταν βοηθοί του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου και συντόνιζαν τις εργασίες των γραφείων μεταξύ τους ή με τα άλλα επιτελεία. Επίσης, τα γραφεία αυξήθηκαν σε οκτώ και έγινε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων τους.
Το 1937 καθορίστηκε ο υπουργός των Στρατιωτικών να διοικεί το στρατό με τη βοήθεια του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού και των Διευθυντών των Διευθύνσεων Προσωπικού, Όπλων και Υπηρεσιών. Δύο χρόνια αργότερα, το 1939, εκδόθηκε νέος Νόμος «Περί Οργανισμού του Στρατού». Μετά τις προαναφερόμενες μεταβολές, τον Ελληνικό Στρατό, το 1939, αποτελούσαν πέντε σώματα στρατού, δεκατέσσερις μεραρχίες Πεζικού και μία μεραρχία Ιππικού, ενώ, με βάση το αντίστοιχο Σχέδιο Επιστρατεύσεως, προβλεπόταν η αύξηση του αριθμού των σχηματισμών σε περίπτωση πολέμου. Έτσι, στον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό Πόλεμο το 1940-41 συμμετείχαν συνολικά είκοσι μεραρχίες και πέντε ταξιαρχίες Πεζικού, καθώς επίσης μία μεραρχία και μία ταξιαρχία Ιππικού, η οποία από τις αρχές του Ιανουαρίου 1941 συγχωνεύθηκε με τη μεραρχία Ιππικού.
Οπλισμός – Εφόδια – Οχύρωση
Ο Ελληνικός Στρατός, την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, βρέθηκε χωρίς το απαραίτητο πολεμικό υλικό, ενώ ο οπλισμός που είχε απομείνει ήταν παλιός, φθαρμένος, ανομοιογενής και ανεπαρκής. Παντελής επίσης ήταν η έλλειψη σε σύγχρονα μέσα, όπως αντιαεροπορικά και αντιαρματικά πυροβόλα, όλμους, άρματα μάχης κ.τ.λ.
Τα περισσότερα χρήματα, απ’ όσα διατέθηκαν για την ανασυγκρότηση του στρατού στην περίοδο 1923-1935, χρησιμοποιήθηκαν για την προμήθεια οπλισμού, ενώ από το 1936 διατέθηκαν επιπρόσθετα σημαντικά ποσά για το σκοπό αυτόν και παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν μεγάλες ποσότητες κάθε είδους ανταλλακτικών, καθώς και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Αποτέλεσμα όλων των προσπαθειών ήταν ο Ελληνικός Στρατός, με την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940, να διαθέτει 459.650 τυφέκια (Μάνλιχερ, Μάουζερ, Λεμπέλ και Γκρα), 4.832 πολυβόλα (Χότσκις, Σεντ Ετιέν, Σβαρτσελόζε και Μαξίμ), 12.200 οπλοπολυβόλα (Χότσκις), 315 όλμους (Μπραντ 81 χιλιοστών), 905 πυροβόλα μάχης (Σκόντα, Σνάιντερ και Κρουπ), 190 αντιαεροπορικά πυροβόλα (Κρουπ, Μπόφορς και Ραϊμένταλ) και 24 αντιαρματικά πυροβόλα (Ραϊμένταλ).
Με τις προμήθειες πολεμικού υλικού που έγιναν από το εξωτερικό και την επιτυχή εκμετάλλευση των πόρων του εσωτερικού επιτεύχθηκε ο εξοπλισμός των προβλεπόμενων από το Σχέδιο Επιστρατεύσεως σχηματισμών, ενώ ελλείψεις εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε όλμους, αντιαεροπορικό και κυρίως αντιαρματικό πυροβολικό.
Από άποψη αποθεμάτων στα λοιπά εφόδια, τον Οκτώβριο 1940 ο στρατός διέθετε τρόφιμα για 50 ημέρες, καύσιμα για 45 ημέρες και νομή για 30 ημέρες. Σε μεταφορικά μέσα οι ανάγκες ήταν πολλές. Αντί για τα απαραίτητα 7.000 αυτοκίνητα υπήρχαν 600 στρατιωτικά. Το πρόβλημα με τα μεταφορικά λύθηκε με την επίταξη ιδιωτικών αυτοκινήτων διάφορων τύπων, ενώ ανάλογα αντιμετωπίστηκε και το πρόβλημα των κτηνών, που ο αριθμός τους, με διαδοχικές επιτάξεις, έφτασε περίπου τις 150.000.
Ελλείψεις εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε όλμους, αντιαεροπορικό και κυρίως αντιαρματικό πυροβολικό.
Την περίοδο 1923-1940, κυρίως μετά το 1935, παράλληλα με τις προμήθειες και επισκευές πολεμικού υλικού, έγινε και οχύρωση της παραμεθόριας ζώνης απέναντι από τη Βουλγαρία, γνωστή ως «Γραμμή Μεταξά», καθώς και σε άλλες περιοχές. Επίσης, συμπληρώθηκε το δίκτυο συγκοινωνιών και βελτιώθηκαν σε μεγάλη έκταση οι στρατωνισμοί.