Τις εποχές των Μνημονίων, κατά τις οποίες απαιτούσε διαρκώς περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, αναπολεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο σε νέα έκθεσή του για την ελληνική οικονομία ζητά μειώσεις συντάξεων, ενώ προειδοποιεί την κυβέρνηση για… εκτόξευση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων.
Για ακόμα μία φορά το ΔΝΤ στέκεται εμμονικά στο θέμα των συντάξεων, ζητώντας τη μείωσή τους. Είναι ο ίδιος οργανισμός που τις εποχές των Μνημονίων απαιτούσε να μπει γερό «ψαλίδι» στις αποδοχές των συνταξιούχων, «κουρεύοντάς» τους σχεδόν 90 δισ. ευρώ από κύριες, επικουρικές συντάξεις και δώρα.
Αυτές τις εμμονές, εξάλλου, κλήθηκαν να υπηρετήσουν τυφλά οι μνημονιακές κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα οι περικοπές που έγιναν τότε να κρίνονται στη συνέχεια παράνομες και αντισυνταγματικές έπειτα από πολυετείς δικαστικούς αγώνες και ταλαιπωρία των συνταξιούχων, οι οποίοι ακόμη δεν έχουν δικαιωθεί, αν και έχουν περάσει δέκα και πλέον έτη.
Την ίδια στιγμή, και παρά το γεγονός ότι το μοντέλο του ΔΝΤ απέτυχε παταγωδώς, το Ταμείο επιμένει στη μείωση του αφορολογήτου, ώστε να πληρώνουν φόρους ακόμα και όσοι βρίσκονται στο όριο της φτώχειας, αλλά και να υπάρξει «εξοικονόμηση δαπανών σε λιγότερο καλά στοχευμένα προγράμματα, περιλαμβανομένων των συντάξεων, της δαπάνης για τους μισθούς στο Δημόσιο (με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων να κινείται σταδιακά προς τα προ της κρίσης επίπεδα) και για τις δημόσιες επιχειρήσεις».
Μάλιστα, το Ταμείο τονίζει πως ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αγγίζει πλέον τα προ κρίσης επίπεδα, που σημαίνει πως η παρούσα κυβέρνηση προχώρησε σε αθρόες προσλήψεις μετακλητών και μη στον δημόσιο τομέα, αλλά και στις ΔΕΚΟ.
Το ΔΝΤ επισημαίνει, παράλληλα, πως τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να συνεχιστούν και το επόμενο έτος για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και τονίζει πως έχουν υιοθετηθεί μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που βοηθούν στην ανάπτυξη της χώρας.
Γι’ αυτό τον λόγο υπογραμμίζει πως κινούνται προς τη θετική κατεύθυνση οι μειώσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων και τη μείωση της προκαταβολής φόρου.
Στην έκθεσή του το Ταμείο χαρακτηρίζει βιώσιμο το ελληνικό χρέος σε μεσοπρόθεσμη βάση, εκτιμώντας ότι θα αποκλιμακωθεί από το τέλος του 2021.
Ωστόσο, εκφράζει έντονους προβληματισμούς στην περίπτωση αύξησης των επιτοκίων τα επόμενα χρόνια, σχετικά με το αν θα μπορέσει να διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα πρωτογενή πλεονάσματα και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Το Ταμείο, τέλος, εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα «τρέξει» φέτος με ρυθμό ανάπτυξης 3,3% και 5,4% για το 2022, πολύ χαμηλότερα από τις προβλέψεις της κυβέρνησης, αλλά και της Κομισιόν.