«Δεν έχουμε κανέναν λόγο να εμβολιάσουμε ένα παιδάκι»
Ο καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας του ΑΠΘ, Δημήτρης Κούβελας, πραγματοποίησε ομιλία στην οποία αναφέρθηκε -εκτός των άλλων- στην αύξηση της θνησιμότητας που υπάρχει τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα.
Ο Δ.Κούβελας είπε: «Κάθε χρόνο στην Ελλάδα πεθαίνουν 120.000 άνθρωποι, έτσι προστίθενται άλλοι 2-3.000 από κορωνοϊό. Από τον Μάρτιο έχουμε πολύ περισσότερους θανάτους κάθε μήνα στην Ελλάδα, μπορεί να είναι 12% περισσότεροι από τον μέσο όρο των προηγούμενων 2, 3 και 5 ετών. Κάποιοι το αποδίδουν στις παρενέργειες των εμβολίων, μπορεί, αλλά δεν έχουμε κίτρινες κάρτες για στηριχτούμε σ’ αυτό. Κάποιοι άλλοι το αποδίδουν στην ανεπάρκεια θεραπείας των διαφόρων παθήσεων που υπήρχαν και άλλοι το αποδίδουν στην φτωχοποίηση, που είναι ένας τεράστιος λόγος θνησιμότητας».
Από εκεί και πέρα ο καθηγητής Δ.Κούβελας ανέφερε τα εξής:
«Από την αρχή υπήρχαν διάφορες φωνές που απέρριπταν, αυτήν την πανδημία, κατά πόσο είναι ή δεν είναι πανδημία. Είναι πανδημία, από τη στιγμή που έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Είναι επιδημία από τη στιγμή που κολλάει και είναι αλήθεια ότι έχουν πεθάνει πάρα πολλοί άνθρωποι. Αυτά είναι οι αλήθειες. Αυτό που ξέραμε από την αρχή, δηλαδή πριν εμφανιστεί στην Ευρώπη, είναι ότι αυτοί που πέθαιναν από τον κορωνοϊό ήταν άνθρωποι που ούτως ή άλλως τους περιμέναμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Όταν η θνητότητα είναι στα 79-80 έτη δεν είναι κάτι που μας ανησυχεί ιδιαίτερα γιατί είναι πολύ κοντά στους ανθρώπους που κάποια μέρα πεθαίνουν. Οι άνθρωποι το έχουμε αυτό το “κουσούρι” να πεθαίνουμε πάντα. Έναν ξέραμε που αναστήθηκε, τον Λάζαρο, αλλά μάλλον πέθανε μετά, γιατί κανείς δεν γουστάρει τα ζόμπι. Έτσι σ’ αυτήν την περίπτωση δεν ήταν η απειλή που θεωρήθηκε στην αρχή. Φοβόντουσαν ότι έχει πάρα πολύ μεγάλη θνητότητα».
Ο κ. Κούβελας ανέφερε ότι «ο καθηγητής Γ. Ιωαννίδης από το Στάντφορντ, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι πρέπει τα κράτη να είναι πολύ προσεκτικά με τη διαχείριση, γιατί φοβόταν αυτό που έγινε με έναν προφητικό λόγο, που δεν ήταν καθόλου προφητικός. Ο Γιάννης Ιωαννίδης είναι ένας άνθρωπος που δουλεύει με προβλεπτικά μοντέλα. Μπορούσε να κάνει προβλέψεις. Οι προβλέψεις δεν είναι πάντα αληθής, γιατί κάποιος δεν είναι μέντιουμ ούτε φλιτζανού. Άρα έπεσε πολύ κοντά όσον αφορά τις αρχικές θνητότητες και βεβαίως τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η διαχείριση».
Όπως είπε «στην Ελλάδα ένα μεγάλο πρόβλημα για τις πανδημίες είναι η έλλειψη πρωτοβάθμιας φροντίδας, δεν είχαμε ποτέ. Αυτές οι προσπάθειες που θεωρήθηκαν πρωτοβάθμια, όπως ήταν πολυιατρεία του ΙΚΑ και άλλες δομές, ποτέ δεν ήταν πραγματικά πρωτοβάθμια. Ήταν προσπάθειες διαχείρισης νόσων και όχι φροντίδας υγείας. Η φροντίδα υγείας σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε δράσεις εκεί που οι άνθρωποι μένουν, δηλαδή οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό, οι επισκέπτες υγείας, πρέπει να πηγαίνουν στα σπίτια, πρέπει να τους φροντίζουν και κυρίως πρέπει να καταγράφουν.
Χρειαζόμαστε λοιπόν αυτό που ισχύει διεθνώς, ο φάκελος του πολίτη, κάτι το οποίο στην Ελλάδα δεν έχουμε καταφέρει να το κάνουμε, ούτε ηλεκτρονικά, ούτε χειρόγραφα, με αποτέλεσμα να έχουμε τεράστιες δυσκολίες στη διαχείριση μίας επιδημίας. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία δεν είναι τα φάρμακα και τα εμβόλια, αλλά η καλή πρωτοβάθμια υγεία. Θα μπορούσαμε δηλαδή αντί να κλείνουμε τον πληθυσμό στα σπίτια, να κλείσουμε αυτούς που πραγματικά κινδύνευαν να νοσήσουν, ξέροντας ποιοι είναι έχοντας τους φακέλους τους. Δεν έγινε κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα να κόψουμε όλη την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου».
Παρόλα αυτά «τα λάθη έγιναν, ο κόσμος δεν γυρίζει πίσω, εγώ όμως δεν έχω καμία διάθεση τιμωρητικής πρακτικής. Έχουμε λοιπόν τέσσερα εμβόλια, το ένα έχει ψιλοαποσυρθεί, τα τρία έχουν μείνει στην αγορά, με τα δύο εξ αυτών να έχουν την μεγάλη απήχηση. Το ένα είναι της Pfizer, ενός νανοσωματιδίου με λιπίδια, και το άλλο είναι αυτό που λέμε ιικού φορέα, έχουμε πάρει δηλαδή έναν ιό και μέσα του έχουμε κλείσει το γενετικό υλικό που παράγει την ακίδα.
Ο κόσμος φοβάται πολύ τα mRNA εμβόλια, διότι θεωρείται ότι με κάποιον τρόπο ότι γίνονται παρεμβάσεις κλπ. Αυτά δεν είναι αλήθεια και δεν είναι τόσο τραγικά όσο τα περιγράφουν. Όπως όλα τα φάρμακα έχουν τους κινδύνους τους. Έτσι λοιπόν, με βάση τη δική μου δουλειά, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να δούμε κατά πόσον, από τα αποτελέσματα που έχουμε τώρα, κάποιοι μπορεί να ωφεληθούν και κάποιοι δεν έχουν καμία ωφέλεια από τα εμβόλια. Δηλαδή, αυτή τη στιγμή ξέρουμε σίγουρα, ότι αυτοί που ωφελούνται είναι οι μεγαλύτερης ηλικίας, αυτοί που έχουν μεγάλο σημαντικά βάρος οι οποίοι κινδυνεύουν και είναι οι άνθρωποι που έχουν συγκεκριμένα υποκείμενα νοσήματα».
Εξήγησε περισσότερα λέοντας ότι «τα υποκείμενα νοσήματα δεν είναι οποιοδήποτε νόσημα φανταστούμε. Για παράδειγμα όσοι έχουν αυτοάνοσα και είναι πιο ευαίσθητοι στην ανοσοποίηση, για να κάνουν το εμβόλιο πρέπει να σταματήσουν τη θεραπεία τους. Στην ιατρική αν δεν ξέρουμε αν πρέπει να χορηγήσουμε μία θεραπεία γιατί δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε το κόστος ωφέλειας και ρίσκου προτιμάτε να μην την κάνουμε. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, και ειδικά οι άνω των 60, αν κολλήσουμε έχουμε 45% θνητότητα. Δηλαδή η πιθανότητα εγώ να πεθάνω εάν κολλήσω κορωνοϊό είναι σχεδόν 50% (ανέφερε ότι έχει υποκείμενο στο σημείο αυτό). Αυτό απέχει πάρα πολύ από τη μέση θνητότητα που είναι 0,2%, είναι 100 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα. Άρα για τη δική μου “ομάδα” το εμβόλιο είναι μάλλον ωφέλιμο. Ακόμη και οι πιθανές ανεπιθύμητες είναι ευκολότερα διαχειρίσιμες από την ίδια την ίωση».
Έτσι, ο κ. Κούβελας τόνισε πως «αν ξεφύγουμε από μένα, που είμαι το ακραίο παράδειγμα ωφέλειας των εμβολίων, αν πάμε σε ένα παιδάκι, που έχει πάρα πάρα πολύ μικρή πιθανότητα να νοσήσει και να νοσήσει σοβαρά ή να καταλήξει, δεν έχουμε κανένα νόημα να το υποβάλλουμε σε ένα σκεύασμα, το οποίο δεν ξέρουμε πώς θα συμπεριφερθεί. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό το παιδάκι θα πάθει κάτι, οι ανεπιθύμητες έχουν πάντοτε ένα ποσοστό που εμφανίζονται, που μπορεί να είναι από 0,5-2%, δεν το ξέρουμε αυτό. Παρόλο μικρού ποσοστού δεν έχουμε κανένα λόγο να το εμβολιάζουμε. Επίσης, στην περίπτωση του αυτοάνοσου που “κοιμάται”, κανένας δεν μπορεί να σας πει αν αυτό “ξυπνήσει” από το εμβόλιο ή από τον κορωνοϊό. Το μόνο σίγουρο είναι να μην κολλήσει με το εμβόλιο, αν προστατεύεται σωστά. Άρα ουσιαστικά πρέπει να υπάρχει μία εξατομίκευση στη χρήση των εμβολίων, δεν μπορεί να υπάρχει υποχρεωτικότητα και σαφέστατα έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα, όταν ορίζεται το “τοίχος ανοσίας”».
Είπε επίσης ότι «τον Γενάρη του ’21, ο Πρόεδρος της Pfizer είχε ανακοινώσει ότι οι εμβολιασμένοι και νοσούν και μεταδίδουν. Άρα, στην περίπτωση αυτή δεν μπορούμε να μιλάμε για “τοίχος ανοσίας”. Ένας εμβολιασμένος, από τις κλινικές μελέτες, έχει μικρότερη πιθανότητα, ακόμη και να κολλήσει. Εάν όμως αφήνουμε το εμβόλιο να κυκλοφορήσει σε μεγάλο πληθυσμό τότε αυξάνονται εκθετικά οι πιθανότητες επιβίωσης ενός τυχαία παραγόμενου στελέχους, που ουσιαστικά παρακάμπτει το εμβόλιο. Άρα, όταν ο εμβολιασμός γίνεται κατά τη διάρκεια της επιδημίας και δεν γίνεται όταν έχουμε υφέσεις του επιδημικού κύματος αλλά εξάρσεις και ταυτόχρονα γίνεται σε μεγάλο πληθυσμό, επειδή οι ιοί αυτοί μεταλλάσσονται συνέχεια, υπάρχει πιθανότητα να μας προκύψει μία μετάλλαξη που να αντέχει το εμβόλιο και αυτή βέβαια θα γίνει η επικρατούσα, όπως συνέβη με αυτή που ονομάζουμε Δέλτα, που δεν είναι η μόνη. Υπάρχουν χιλιάδες μεταλλάξεις που μπορούν να παρακάμψουν τους εμβολιασμένους και να κολλήσουν.
Άρα λοιπόν στην ουσία, το ρίσκο να εμβολιάσω τον πληθυσμό, για να προστατεύσω τους ηλικιωμένους και αυτούς που δεν εμβολιάστηκαν, στήνοντας “τοίχος ανοσίας”, ουσιαστικά είναι αντίστροφο, γιατί αυξάνοντας τον εμβολιασμό, το πιθανότερο είναι να αυξήσουμε τις μορφές που μπορεί να προσβάλλουν τους εμβολιασμένους και έτσι θα κινδυνεύουν περισσότερο».
Ισχυρίστηκε ότι «η υποχρεωτικότητα δεν έχει επιστημονικό νόημα, ο εμβολιασμός των μικρών ηλικιών, εάν δεν έχουν υποκείμενο νόσημα, επίσης δεν έχει κανένα νόημα και αυτό που θα έπρεπε να έχουμε όλοι στο μυαλό μας είναι, η εξατομικευμένη προσέγγιση, δηλαδή για τον κάθε άνθρωπο ένας τουλάχιστον γιατρός θα έπρεπε να αποφασίζει εάν έχει ή δεν έχει όφελος από το εμβόλιο, να το συνταγογραφεί με την υπογραφή του και να παίρνει την ευθύνη. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί αυτό το παρακάμπτουμε και πάμε σε μια τέτοιας μορφής προσέγγιση σε εμβολιασμούς. Δεν υπήρχε λόγος να κάνουμε υπερβολές πολιτικού τύπου.
Ο θεράπων ιατρός εκτιμά την κατάσταση, το φαρμακείο μας παρέχει τα σκευάσματα και είναι υπεύθυνο γι’ αυτά. Εδώ έχουμε καινούργια φάρμακα, αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολούσε η εξαιρετικά επισταμένη και σφιχτή φαρμακοεπαγρύπνηση. Σε περίπτωση που συμβεί οτιδήποτε θα έπρεπε να έχουμε κίτρινη κάρτα, για την οποία είναι χαμηλά και αυτό που κάνει εντύπωση. Όσο δεν έχουμε κίτρινη κάρτα, όσο δεν καταγράφουμε το οτιδήποτε, συνεχίζουμε να βλάπτουμε έναν μεγάλο αριθμό πληθυσμού. Η κίτρινη κάρτα δεν οδηγεί απαραίτητα στην απόσυρση του προϊόντος, αλλά βοηθά για να βελτιωθεί η χρήση του».
Συμπερασματικά, όπως είπε, «έπρεπε λοιπόν να αφήσουμε την κατάσταση να εξελιχτεί, όπως εξελίσσονται οι επιδημίες, είναι ένα φυσικό κακό όπως οι σεισμοί, να φροντίζουμε να έχουμε τις καλύτερες δυνατές θεραπείες και να έχουμε την φαρμακοεπαγρύπνηση. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 4-5 προϊόντα που θεωρούνται θεραπεία του ιού. Δηλαδή, εάν το πάρουμε τις πρώτες μέρες, στα πρώτα στάδια, τα φάρμακα αυτά έχουν ειδικά αντισώματα, δεσμεύουν την ακίδα του ιού και εμποδίζουν την νόσηση. Η αποτελεσματικότητα με βάση τις κλινικές μελέτες είναι κοντά στο 85%.
Αυτό σημαίνει ότι 8,5 στους 10 δεν θα προχωρήσουν σε βαρύτερα στάδια και προφανώς δεν θα πεθάνουν και δεν θα πάνε στις εντατικές. Αυτά τα φάρμακα καθυστερήσαμε πολύ να τα πάρουμε παραδόξως. Το ένα εγκρίθηκε τον Νοέμβριο του 2020, αλλά η Επιτροπή δεν έκρινε ότι έπρεπε να έρθει, βγήκαν και τα άλλα κατά τη διάρκεια. Αν ήμουν στην επιστημονική επιτροπή θα φρόντιζα να φέρναμε αυτά τα φάρμακα επαρκώς στην Ευρώπη, μήπως και γλιτώναμε πολλούς ανθρώπους. Ακόμη και 50% αποτελεσματικότητα να έχουν, διότι μπορεί να είναι κάτω από το ποσοστό των κλινικών μελετών, θα αποσυμφόριζε την τριτοβάθμια δομή υγείας. Αντί να έχουμε σε μια μονάδα 20 ασθενείς θα είχαμε 10. Τα κρεβάτια δεν προσέχουν τον άνθρωπο, οι γιατροί προσέχουν τον άνθρωπο. Μονίμως η Ελλάδα δουλεύει με το 1/3 του προσωπικού απ’ αυτό που χρειάζεται, ένα διαχρονικό μεγάλο πρόβλημα».
Ο κ. Κούβελας περιέγραψε πως «δεν υπάρχουν αναισθησιολόγοι, δεν έχουμε ούτε ειδικευόμενους, είναι μια δύσκολη ιατρική ειδικότητα, οι περισσότεροι φεύγουν στο εξωτερικό και κίνητρα να γυρίσουν και να στελεχώσουν το σύστημα υγείας δεν υπάρχουν».
Κλείνοντας την ομιλία του ανέφερε ότι «ελπίζω άμεσα με τα μονοκλωνικά να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση και να υπάρξουν οι απαραίτητοι εξειδικευμένοι γιατροί για να την αντιμετωπίσουν καλύτερα. Να γυρίσουν και πάλι στην πρωτοβάθμια υγεία, έχοντας και πληροφόρηση ότι η κυβέρνηση έχει σχέδιο για αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας. Επίσης πρέπει να επιστρέψουν όσοι βρέθηκαν σε αναστολή, οι οποίοι ποτέ κανείς δεν κινδύνεψε απ’ αυτούς».