”Η αγάπη και η αμφιβολία δεν μιλιούνται ποτέ μεταξύ τους” έλεγε ο ποιητής και φιλόσοφος Χαλίλ Γκιμπράν, ο ”Άνθρωπος από τον Λίβανο”. Γι’ αυτό είμαι βέβαιη ότι όσοι αγαπούν την Ελλάδα μέσα και έξω απ’ τα σύνορά της έχουν απαρνηθεί προηγουμένως το υπερτροφικό τους ”εγώ” και δεν αμφιβάλλουν γι’ αυτήν.
Δεν αμφιβάλλουν γι’ αυτήν και δεν εξαρτούν τη διάθεση προσφοράς τους ανάλογα με το τι έχει η ίδια να τους προσφέρει στην κρατική της υπόσταση.
Η αγάπη για την Ελλάδα δεν μπαίνει στο ζύγι ευκαιριακά και δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις. Το ”δούναι και λαβείν” εξισορροπείται και συναντάται σ’ αυτήν υποσυνείδητα, αθέατα, αδιάκοπα και αδιάπτωτα. Κι αυτή η αγάπη συνοδεύει όλες τις στιγμές του στοχασμού και της πράξης εκείνων που έχουν την εμπειρία της μέθεξης στην ιδιότυπη αυτή ανταλλαγή.
Η αγάπη για την Ελλάδα είναι τροφοδότης λογαριασμός της δημιουργίας, έρωτας κατά ποιότητα έξοχος, καθόλου περιορισμένος, εύθραυστος ή περαστικός, αλλά ρωμαλέος, ειλικρινής και μεγαλοπρεπής με πρωτόγονο πάθος και ευγένεια ψυχής. Είναι μια αυτόνομη, απόλυτη αξία που ταυτίζεται με τον πλατωνικό ορισμό του θείου έρωτα, τον πόθο δηλαδή της ψυχής προς το αιώνιο αρχέτυπό της.
Κι αυτό το αρχέτυπο μπορεί να είναι για μας το ιδεατό σημείο όπου συγκλίνουν τα φωτεινά μετέωρα της ανδρείας, της σοφίας και του πολιτισμού της τα οποία δεν μπορούμε να φτάσουμε, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέσα στο αρχέγονο φως της κρύβονται και γκρίζες σκιές (οι σκιές των εμφυλίων) που ξεθωριάζουν το μπλε χρώμα της και κολλάνε σαν λάσπη στο προαιώνιο φόρεμά της.
Στα μάτια ωστόσο αυτών που την αγαπούν πραγματικά δεν υπάρχει καμία σκιά, έτσι που να δείχνει η Ελλάδα μεγαλόπρεπη ακόμα κι αν είναι ”Ψωροκώσταινα”, ρακένδυτη και πεινασμένη.
”Την αγάπη που δοκιμάστηκε στη φωτιά μην τη φοβάσαι”, λένε.
Και η αγάπη για την Ελλάδα δοκιμάζεται καθημερινά ”εν πυρί, ως χρυσός εν χωνευτηρίω” και αποδεικνύεται ατόφια και γνήσια για όσους τρέφουν αισθήματα αληθινά. Για όσους δεν την αγαπούν από υποχρέωση και δεν περιμένουν κάτι από αυτήν, αλλά είναι διατεθειμένοι να δώσουν τα πάντα σ’ αυτήν.
Η αγάπη για την πατρίδα δεν έχει όρια. Είναι μη… ορθολογική, καρφωμένη σαν σημαία στα μάτια αυτών που είναι αποφασισμένοι να τη συντρέξουν. Είναι αγάπη ζυμωμένη με μυστικά συνθήματα και πυρετικά αγγίσματα στο πελεκημένο απ’ τον χρόνο και τους πολέμους κορμί της.
Ζυμωμένη μέσα στον πόνο και τον φόβο, την μοναξιά και την χλεύη, την εξέγερση και τη συντριβή, το μεγαλείο και την ταπείνωση. Ζυμωμένη με την αχαριστία και την αδύναμη μνήμη των Ελλήνων. Εκείνων τουλάχιστον οι οποίοι διαιωνίζουν την ανωριμότητα εκλέγοντας ξανά και ξανά τους υπεύθυνους της πολιτικής παρακμής μας που έχουν χαραγμένες στο μέτωπο τις παιδικές μας εθνικές ασθένειες: την εξουσιολαγνεία και την οικογενειοκρατία.
Έτσι διατηρούνται στην ναφθαλίνη κόμματα, ιδεολογίες, φθαρμένοι θεσμοί και πρόσωπα της κομματικής νομενκλατούρας τα οποία από καίριες δημόσιες θέσεις συντηρούν τον πρωτογονισμό του κομματικού φανατισμού που ειδωλοποιεί το ”εγώ” των πολιτικών ταγών και μεταγγίζει στον λαό παλαιοκομματικές, ψηφοθηρικές αντιλήψεις.
Έτσι μεταβιβάζεται ως κληρονομικό το ηγετικό χάρισμα των ”πεφωτισμένων” ηγητόρων στους απογόνους τους οι οποίοι ενσαρκώνουν τη διαιώνιση του είδους ως επικεφαλής σχημάτων και ιδεολογιών που εκπροσωπούν τον ”προοδευτισμό”, τον ”συντηρητισμό” ή τον ”φιλελευθερισμό” στην Ελλάδα.
Διαμορφώνεται ουσιαστικά η νέα εκδοχή της μετα-Νεοελληνικής εποχής των ετικεταρισμένων Ελλήνων. Η νέα εκδοχή του Ελληνισμού που κολλάει την ετικέτα του ακροδεξιού ”εθνικιστή” στον κάθε Έλληνα πατριώτη διακομματικά, αφού Έλληνες πατριώτες υπάρχουν σε όλα τα κόμματα και όποιο τους μονοπωλεί έχει πατριδοκαπηλικές τάσεις.
Του Ελληνισμού που πιθηκίζει τα ξενόφερτα ήθη, νοθεύει το ήθος και την ιστορία του, επιτρέπει την εισροή ξένων λέξεων στο αίμα της γλώσσας του, μετατρέπει την ανεξάρτητη απ’ το 1832 κρατική του οντότητα σε εθνικό κρατίδιο με χαρακτηριστικά κρυπτο-αποικίας (de facto γερμανικής επί Τσίπρα–αμερικανικής στρατιωτικής επί Κυριάκου Μητσοτάκη), ποδηγετούμενης απ’ τις ορέξεις των ξένων.
Του Ελληνισμού των Ελλήνων της μετά-Νεοελληνικής εποχής που χορταίνουν το αψίκορο πάθος τους και σαγηνεύονται απ’ τον κάθε δημαγωγό που λάμπει στα μάτια τους σαν προσοντούχος, αρκεί να τους υποσχεθεί… ”ΑΛΛΑΓΗ”, ακόμα και αν ο ίδιος τους αποκαλούσε στο παρελθόν ”διεφθαρμένους”…
Αλλά είπαμε, η νέα πάστα Ελλήνων της πολυμορφικής κρίσης — τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος από αυτούς — μετεωρίζεται σε πολλαπλά επίπεδα και εύκολα μετατρέπεται σε μάζα που γίνεται έρμαιο θλιβερών μετριοτήτων, βαρώνων, βαρωνέτων, ανιψιών και γιων ιστορικών ηγετών οι οποίοι κληρονόμησαν μόνιμο στασίδι στην εξουσία.
Και όλα αυτά γιατί έχουν αδύνατη μνήμη και αδυνατούν να κάνουν αυτοκριτική. Δεν προβληματίζονται. Βολεύονται με τα ρουσφέτια των πολιτικών που ψηφίζουν υπονομεύοντας συνειδητά την αξιοκρατία. Περιφρονούν ή δίνουν μικρή αξία στους νόμους.
Αρέσκονται να ακούν ψεύτικες υποσχέσεις. Έχουν αποδεχτεί από χρόνια την υποκρισία των πολιτικών, με αποτέλεσμα να μην εκτιμούν την αλήθεια. Ζουν κυκλοθυμικά και ψηφίζουν συναισθηματικά και εκδικητικά. Αναθεματίζουν πρωθυπουργούς και μετά από λίγα χρόνια τους ξαναβγάζουν.
Έχουν στο αίμα του τον Μεγαλέξανδρο και τον Κολοκοτρώνη, μα αυτοί επιλέγουν να παίξουν τον ρόλο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Είναι άνθρωποι της υπερβολής, της ξενομανίας και της ξενοδουλείας και κουβαλούν σαν σύμπλεγμα κατωτερότητας το ”άχθος” των λαμπρών μας προγόνων.
Το άχθος της περηφάνιας τους, στην πραγματικότητα, γιατί σ’ αυτήν κρύβεται το σύμπλεγμα κατωτερότητας που νιώθουν. Απ’ το άχθος αυτό τυραννιέται μια μερίδα Ελλήνων, η οποία αρνείται πεισματικά και διαχρονικά να τους διαιωνίσει.
Νιώθει δυστυχία κυριολεκτικά, γιατί κατατρύχεται απ’ το σύμπλεγμα κατωτερότητας που την οδηγεί να συγκρίνει ακατάπαυστα και βασανιστικά τη δική της ασημαντότητα με το μεγαλείο των αρχαίων προγόνων.
Για τον λόγο αυτό σκέφτεται, εργάζεται και λειτουργεί συμβουλευτικά με οπτική μινιμαλισμού θεωρώντας μαξιμαλισμό και μεγαλοϊδεατισμό ακόμα και τη διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων μας στο Αιγαίο (βλ. επέκταση ΕΧΥ στα 12 νμ)…
Αυτές είναι οι ρίζες και οι προεκτάσεις της σύγχρονης ελληνικής δυστυχίας στην μετα-Νεοελληνική εποχή. Οι ρίζες των εθνικών συμπλεγμάτων μας έναντι των λαμπρών μας προγόνων, αλλά και τρίτων, Ευρωπαίων, Αμερικανών και Τούρκων ακόμα, τη στρατηγική των οποίων εξυπηρετούμε τελικά με το να αντιδρούμε φοβικά και υποχωρητικά στις διεκδικητικές απαιτήσεις τους στο όνομα της κατευναστικής πολιτικής μας…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)