Ο τελικός κριτής κάθε επιτεύγματος της εφαρμοσμένης επιστήμης και της τεχνολογίας είναι ο τελικός χρήστης του. Θα προσπαθήσω, με το βλέμμα του μη ειδικού αλλά ενός ανθρώπου που ζει στο περιβάλλον μιας σύγχρονης πόλης και η ζωή του επηρεάζεται από τις αρχιτεκτονικές επιλογές που έγιναν και γίνονται, να κρίνω τις επιλογές αυτές με τη βοήθεια των απόψεων σημαντικών στοχαστών, ειδικών και μη.
Βασικός σκοπός της Νέας Τάξης Πραγμάτων είναι η πλήρης αντιστροφή των παραδοσιακών αξιών σε όλους τους τομείς. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να γίνει μονομιάς, αλλά γίνεται τμηματικά σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα με την εκμετάλλευση συχνά κάποιου καταστροφικού γεγονότος. Έτσι, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επικράτησε πλήρης ανατροπή αξιών, μεταξύ άλλων και στο χώρο της αρχιτεκτονικής.
H κλασική αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από αρμονία, ισορροπία και συμμετρία, υιοθέτηση ανθρώπινης κλίμακας, αναζήτηση της ομορφιάς και της αισθητικής απόλαυσης, χρήση διακοσμητικών στοιχείων, μοτίβων από την κλασική αρχαιότητα, διακριτική ενσωμάτωση στο περιβάλλον και στην ιστορία κάθε τόπου.
Αντίθετα, η μοντέρνα αρχιτεκτονική αποπειράθηκε να κάνει μια νέα αρχή εκ του μηδενός και χαρακτηρίζεται από την απλοποίηση, την έμφαση στη λειτουργικότητα και τον πρακτικό προορισμό κάθε κτιρίου (η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία) αντί για την έμφαση στην αισθητική απόλαυση και ομορφιά, την κατάργηση κάθε διακοσμητικού στοιχείου και κάθε αναφοράς στο παρελθόν, “ψυχρή” συμμετρία και συχνά έλλειψη συμμετρίας, έμφαση στη μεγάλη κλίμακα με κατάργηση της ανθρώπινης, ρήξη με το περιβάλλον και την ιστορία, και μια τελείως διαφορετική αισθητική που δεν θυμίζει σε τίποτα την αισθητική του παρελθόντος.
Ο πρακτικός λόγος που οδήγησε σε αυτές τις επιλογές ήταν η ανάγκη για γρήγορη και οικονομική ανοικοδόμηση, καθώς και αποκατάσταση των τεράστιων καταστροφών του πολέμου. Ο ψυχολογικός λόγος ήταν η ανάγκη να ξεχαστούν οι πληγές του παρελθόντος και να γίνει μια νέα αρχή που θυμίζει τη μεγάλη επανεκκίνηση και την εφαρμογή του σλόγκαν “build back better”, αυτή τη φορά κυριολεκτικά. Καταλυτικά γεγονότα προς την ίδια κατεύθυνση ήταν η εμφάνιση νέων δομικών υλικών, όπως το τσιμέντο, το γυαλί και το ατσάλι, η επικράτηση του Ι.Χ. αυτοκινήτου για τις μετακινήσεις και η ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Ο David Watkin, στην «Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής», σημειώνει πάντως ότι:
«Συχνά όσοι περιγράφουν και υπερασπίζονται τη μοντέρνα αρχιτεκτονική την παρουσιάζουν ως την αναπόφευκτη απόκριση στα νέα υλικά και στις νέες τεχνολογίες. Στην πραγματικότητα όμως αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας εικονοκλαστικής αντίληψης περί μοντέρνου πνεύματος, για την οποία η απαραίτητη τεχνολογία πολλές φορές δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή, σε ορισμένες δε περιπτώσεις δεν υπήρξε ούτε και μετά»1.
Στην πορεία, η μοντέρνα αρχιτεκτονική απέκτησε ιδεολογική θεμελίωση και προβλήθηκε ως δημοκρατική, συμβατή με την ανθρώπινη εξέλιξη και πρόοδο και ως απελευθερωτική για τον καλλιτέχνη-αρχιτέκτονα που μπορούσε να δημιουργήσει ό,τι θέλει, χωρίς να δεσμεύεται από κλασικά πρότυπα. Υποστηρίχτηκε ακόμα και ότι θα βοηθούσε να φτάσουμε στην τέλεια κοινωνία κόβοντας κάθε δεσμό με το παρελθόν2. Ταυτόχρονα, κάθε προσπάθεια οικοδόμησης με βάση παραδοσιακές αρχές δέχτηκε σφοδρή επίθεση ως μη συμβατή με το πνεύμα της εποχής (Zeitgeist).
Βλέπουμε και εδώ το ίδιο μοτίβο που ακολουθεί η Νέα Τάξη Πραγμάτων, δηλαδή με αφορμή κάποιο καταστροφικό γεγονός, όπως ο Β΄ ΠΠ και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, επιβάλλει την παράκαμψη των παραδοσιακών αξιών προκειμένου να λυθούν τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί. Σταδιακά, οι παραδοσιακές αξίες αντικαθίστανται από τις αντίθετές τους, που θεμελιώνονται ιδεολογικά και παγιώνονται με τη βοήθεια μιας επιστημονικής ελίτ, η οποία λειτουργεί με την προπαγάνδα και με την απαξίωση κάθε αντίθετης άποψης. Υπάρχει ακόμη και η υπόσχεση για την τελειοποίηση του ανθρώπου.
Χωρίς αμφιβολία όλα αυτά εξυπηρετούν τους σκοπούς της Νέας Τάξης Πραγμάτων, κυρίως με το Διεθνές Στιλ, με την επικράτηση της ομοιομορφίας και την προσπάθεια εξάλειψης κάθε τοπικού χρώματος και ιδιαίτερου χαρακτήρα. Προλειάνθηκε έτσι το έδαφος για την παγκοσμιοποίηση και, κατ’ επέκταση, για έναν παγκόσμιο πολιτισμό. Με δεδομένο ότι η μοντέρνα αρχιτεκτονική εμπνέεται και από την αισθητική των μηχανών, εξοικειώνει τον άνθρωπο με το μηχανιστικό τρόπο ζωής και με την προοπτική να συγχωνευτεί και αυτός με τις μηχανές στα πλαίσια του μετανθρωπισμού.
Επί της ουσίας, όμως, τίθεται το εξής ερώτημα: εφαρμόστηκε επιτυχώς το “build back better” ή μήπως καταλήξαμε σε ένα αποτέλεσμα που παραπέμπει σε “build back worse”;
Το περιβάλλον των σύγχρονων πόλεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως “άρρωστο” και ως πηγή άγχους και αρνητικών συναισθημάτων για πολλούς ανθρώπους. Πολλοί παράγοντες μάς έχουν οδηγήσει εκεί, όπως οι φρενήρεις και αγχωτικοί ρυθμοί της σύγχρονης ζωής, η ρύπανση του περιβάλλοντος, η αστυφιλία, το κυκλοφοριακό πρόβλημα, αλλά ο βασικός λόγος είναι η κακή αρχιτεκτονική, γι’ αυτό ονομάζουμε τις σύγχρονες πόλεις “τσιμεντουπόλεις”.
Μήπως αναζητούμε την αρχιτεκτονική της ευτυχίας, σύμφωνα με τον τίτλο γνωστού βιβλίου, γιατί καθημερινά βιώνουμε την αρχιτεκτονική της δυστυχίας;
Σημειολογικά λέμε ότι θέλουμε να “αποδράσουμε” από τις σύγχρονες πόλεις πάντα προς κάποιο μέρος όπου κυριαρχεί η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, π.χ. προς τα ελληνικά νησιά ή τις παλιές ευρωπαϊκές πόλεις. Ο κριτικός κινηματογράφου και δημοσιογράφος Roger Ebert γράφει:
«Έχοντας περάσει όλη μου τη ζωή τριγυρνώντας όποτε μπορούσα στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Στοκχόλμη, στο Κέηπ Τάουν, στο Κιότο, τα πόδια μου βαδίζουν χαλαρά στους παλιούς δρόμους και αποφεύγουν τους νέους»3.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η παραδοσιακή αρχιτεκτονική μεγαλούργησε ακόμη και σε τομείς που μπορούν να χαρακτηριστούν άχαροι και τετριμμένοι. Ο David P. Handlin γράφει για τα εργοστάσια του 18ου αιώνα:
«Τα εργοστάσια φαίνονταν σαν σύμβολα μιας νέας κοινωνικής τάξης που πολύ λίγοι άνθρωποι καλωσόριζαν χωρίς ενδοιασμούς (…) Οι εργοστασιάρχες συχνά επέμεναν στη διακόσμηση. Η εξωτερική φύση αυτών των καλλωπισμών ήταν χρήσιμη γιατί έδειχνε σε κοινή θέα ότι δεν ήταν μέτρο όλων των πραγμάτων το χρήμα – ότι στην πραγματικότητα η επιχείρηση δεν ήταν χωρίς ψυχή»4.
Έτσι η βιομηχανική εποχή μάς πρόσφερε επιτεύγματα που εκτός από χρηστική είχαν και καλλιτεχνική αξία, όπως, για παράδειγμα, οι σιδηρόδρομοι και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί.
Ένας από τους πιο μεγαλοπρεπείς και πανέμορφους σιδηροδρομικούς σταθμούς στην Αμερική, επίτευγμα της χρυσής εποχής των σιδηροδρόμων, ήταν ο σταθμός Pennsylvania στη Νέα Υόρκη. Τη δεκαετία του ΄60, η ιδιοκτήτρια εταιρεία αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και αποφάσισε την κατεδάφισή του και την αντικατάστασή του από έναν άχαρο, υπόγειο σταθμό. Η κατεδάφιση χαρακτηρίστηκε από τον Watkin ως το ναδίρ της αμερικανικής αρχιτεκτονικής ζωής5. Ο ιστορικός τέχνης Vincent Scully είπε ότι: