Στο πλαίσιο τηλεοπτικής συνέντευξης που παραχώρησε ο Υπουργός Υγείας κ. Πλεύρης στον σταθμό ΣΚΑΙ και στην εκπομπή «Αταίριαστοι» κληθείς να σχολιάσει την πράξη του ναζιστικού χαιρετισμού του πατέρα του, Κωνσταντίνου Πλεύρη, μέσα στην δικαστική αίθουσα κατά την διάρκεια της διεξαγωγής της δίκης της Χρυσής Αυγής, εξέφρασε την έντονη δυσφορία και αγανάκτησή του, χαρακτηρίζοντας την ως «αποκτήνωση»
Ο Υπουργός Υγείας, καθώς βρισκόταν μέχρι πρότινος τουλάχιστον (και απολύτως δικαιολογημένα) σε κατάσταση μεγάλης πολιτικής πίεσης εισπράττοντας την έντονη αποδοκιμασία της κοινής γνώμης εξαιτίας της εμπαθούς στάσης του να κρατά αδικαιολόγητα σε καθεστώς παρατεταμένης εργασιακής ομηρείας τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς, μολονότι τα επίσημα επιδημιολογικά και επιστημονικά δεδομένα συνηγορούσαν υπέρ της άμεσης άρσης της αναστολής των καθηκόντων τους, προέβη σε μια ιδιαιτέρως αυστηρή και ασυνήθιστη δήλωση καταδίκης της ενέργειας του πατέρα του.
Η προσβλητική και υβριστική λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον κ. Πλεύρη με σκοπό να καταγράψει την διαφωνία του εν σχέσει προς την συμπεριφορά του πατέρα του απάδει κατ’ αντικειμενική κρίση με τους παραδοσιακούς προσωπικούς και συναισθηματικούς δεσμούς που συνδέουν τα μέλη μιας οικογένειας.
Κατά την προσωπική αίσθηση και εκτίμηση του γράφοντος, η πιο πάνω δήλωση του κ. Υπουργού Υγείας «περί αποκτηνώσεως» του πατέρα του ήταν καθ’ υπαγόρευσιν και άνωθεν επιβαλλόμενη, ώστε να ευαρεστήσει τα «αφεντικά του» στο ΚΙΣ
.
Το παρόν άρθρο δεν προτίθεται να ασχοληθεί με τον προσωπικό και οικογενειακό βίο του κ. Υπουργού, ούτε όμως φιλοδοξεί να υπερασπιστεί τον υβριζόμενο πατέρα του, αλλά έχει ως σκοπό να υπογραμμίσει την οφειλόμενη στάση των εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας μιας ευνομούμενης δημοκρατικής κοινωνίας απέναντι σε κοινωνικές συμπεριφορές που έχουν καταδικαστεί διαχρονικά στην συνείδηση της πλειονότητας των πολιτών.
Επίσης, έχει ως σκοπό να εστιάσει στο διαφαινόμενο και διαρκώς αυξανόμενο κίνδυνο εκτροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος σε «δημοκρατία κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού», η οποία εδραιώνεται σε δύο πυλώνες: στην φασίζουσα νοοτροπία και συμπεριφορά των πολιτικών, καθώς και στην προκλητική αδιαφορία των πολιτών για κάθε άλλο θέμα που δεν αγγίζει τον βιοτικό μικρόκοσμό τους, γεγονός που οδηγεί βαθμιαία στον συνολικό εκφασισμό της κοινωνίας.
Η Δημοκρατική Πολιτεία που θέτει ως βασικό πρόταγμά της να προάγει την παιδεία, τον πολιτισμό, το ήθος και την αρετή, μεριμνώντας για την πνευματική προκοπή και την ηθική εξύψωση των πολιτών, καθώς είναι γερά στερεωμένη στην δημοκρατική τους αυτοσυνειδησία, δεν φοβάται να αντιπαρατεθεί με οποιαδήποτε ιδεολογία ή με οποιοδήποτε ρεύμα ή κίνημα που στρέφεται εναντίον της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής οργάνωσης, όταν τα πολιτικά πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την ευθύνη της διακυβέρνησης του λαού ασκούν χρηστή διοίκηση υπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον και εμφορούνται από ήθος και αξίες, διασφαλίζοντας παράλληλα αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, υγείας και εργασίας για όλους τους πολίτες, σε συνδυασμό με την εύρυθμη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, τότε δημιουργούνται οι ευνοϊκές συνθήκες για την διαμόρφωση μιας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, όπου η ευπρέπεια και η κοσμιότητα της συμπεριφοράς δίνουν το στίγμα της πολιτικής ζωής.
Την ίδια στιγμή κάθε συμπεριφορά ή χειρονομία που συνδέεται με την διάδοση ακραίων πολιτικών ιδεολογιών δεν πανικοβάλλει την κοινωνία η οποία έχει εμπιστοσύνη στα δημοκρατικά αντανακλαστικά των πολιτών της.
Επομένως, στην κοινωνία εκείνη όπου οι διαχειριστές της εξουσίας σέβονται και τηρούν τους νόμους του κράτους και η έννοια της προσωπικής και πολιτικής ευθύνης υποστασιάζεται στα πρόσωπα τόσο των πολιτών όσο και των πολιτικών και δεν έχει απορροφηθεί από το πολυμορφικό και νοσηρό καθεστώς ατιμωρησίας (που αποτελεί την κύρια αιτία για την εκδήλωση κάθε ακραίας αντικοινωνικής συμπεριφοράς), οι πολίτες μπορούν να είναι υπερήφανοι ότι δεν τρομοκρατούνται από τους οπαδούς κάθε εξτρεμιστικής πολιτικής ιδεολογίας.
Αντιστοίχως, και οι πολιτικοί άρχοντες δεν τρομοκρατούν τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους, καταφεύγοντας σε τηλεοπτικές ύβρεις και διώξεις, ως αυτάρεσκη επίδειξη της πολιτικής τους ισχύος.
Στο ελεύθερο δημοκρατικό φρόνημα των πολιτών (οφείλει να) προσκρούει κάθε (μάταιη) απόπειρα επιβολής ακραίας πολιτικής ιδεολογίας και υπονόμευσης των θεσμών. Το πολύτιμο αγαθό της Ελευθερίας έχει καταστεί συλλογικό βίωμα της κοινωνίας που απορρίπτει συνολικά κάθε σκοταδιστικό παραλήρημα του παρελθόντος.
Ωστόσο (και κυρίως) μετά την εκδήλωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, που οδήγησε σε μια συνολική κρίση και απαξίωση του πολιτικού συστήματος εξουσίας, η καθεστηκυία πολιτική τάξη εμφανίζεται έντρομη να προσφεύγει (κάθε φορά που αισθάνεται απειλούμενη) σε μεθόδους ποινικής καταστολής, άσκησης πειθαρχικής δίωξης, χλευασμού, υποτίμησης και εν τέλει περιφρόνησης των ιδεολογικών της αντιπάλων, εκπέμποντας σαφώς ένα σοβαρό έλλειμμα δημοκρατικού ήθους και αρετής.
Κάθε φορά που οι πολιτικοί εκπρόσωποι της δημοκρατικής εξουσίας τιμωρούν εκδικητικά τους αντιρρησίες και διαφωνούντες είναι βέβαιο ότι αλληθωρίζουν προς την ολοκληρωτικού τύπου διακυβέρνηση, τον αυταρχισμό, και την νομιμοποιημένη άσκηση κρατικής βίας, η οποία υλοποιείται όταν θεσπίζονται υγειονομικοί περιορισμοί που προσβάλλουν βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και πλήττουν καίρια το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας ή όταν η αστυνομία προβαίνει σε ρίψεις επικίνδυνων (για την υγεία) χημικών ουσιών, διαλύοντας τις ειρηνικές διαδηλώσεις των πολιτών.
Οι διαχειριστές της εξουσίας, αντί να επιλέγουν τον εύκολο δρόμο, δηλ. αυτόν της απαξίωσης και του πολιτικού εκμηδενισμού των αντιπάλων τους, οφείλουν να μεριμνήσουν για την εξάλειψη των κοινωνικών αιτίων (ανεργία, φτώχια, μαζική εισβολή παράνομων μεταναστών, χουλιγκανισμός, περιθωριοποίηση και γκετοποίηση ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων) που εκτρέφουν τα φαινόμενα μίσους, βίας, μισαλλοδοξίας και κάθε είδος ρατσισμού.
Επίσης, η παρατηρούμενη έλλειψη οράματος και ελπίδας, ειδικά στους νέους ανθρώπους, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα φαινόμενα κατάθλιψης και αυτοκτονικού ιδεασμού που φθείρουν την νέα γενιά και την ωθούν σε παραβατική συμπεριφορά, κατεδάφιση των αξιών και σε αυτοκαταστροφικές επιλογές.
Στην υποβόσκουσα αντικοινωνική συμπεριφορά μερίδας των πολιτών σχηματίζεται το κατάλληλο έδαφος, προκειμένου να καλλιεργηθεί ο δηλητηριώδης σπόρος κάθε ακραίας, ολοκληρωτικής και μισάνθρωπης ιδεολογίας.
Ο υβριστικός χαρακτηρισμός που υιοθετήθηκε από τον κ. Πλεύρη αποκαλύπτει πλήρως τον εγωιστικό ναρκισσισμό και την πολιτική φιλοσοφία των διαχειριστών της εξουσίας που, χρησιμοποιώντας απαξιωτικές εκφράσεις, επιδιώκουν να ισοπεδώσουν την προσωπικότητα καθενός με τον οποίο διαφωνούν, αποκλείοντας τον ως μίασμα από τον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο.
Αυτοί που σήμερα εμφανίζονται με δήθεν υποκριτικό ενδιαφέρον ως αυτόκλητοι υπερασπιστές της πολιτικής και ηθικής νομιμότητας, οι ίδιοι εν συνεχεία θα στραφούν (ή έχουν ήδη στραφεί) ως αδυσώπητοι τιμωροί (υιοθετώντας ανάλογη επιθετική και υβριστική ρητορική και συμπεριφορά) εναντίον των ίδιων των πολιτών που θα τολμήσουν να σηκώσουν κεφάλι, αμφισβητώντας το κυρίαρχο αφήγημα της κυβερνητικής πολιτικής.
Η πολιτική ελίτ επιδιώκοντας σταθερά τον κοινωνικό έλεγχο και την χειραγώγηση των μαζών και αξιοποιώντας την ευρύτατη δυνατότητά της να καθορίζει το κεντρικό αφήγημα της εξουσίας θα κατασκευάζει πάντοτε και τους αντίστοιχους κατά περίπτωση «βολικούς» εχθρούς και «αρνητές», διχάζοντας την κοινωνία και εκφοβίζοντας τους πολίτες.
Η ανάλγητη πολιτική εξουσία επιχειρώντας να σχηματίσει μια συμπαγή κοινωνική πλειονότητα ανθρώπων που θα στοιχίζεται πειθήνια πίσω από το εκάστοτε αφήγημά της, θα εφευρίσκει φανταστικές απειλές με σκοπό αφενός μεν να κρατά δεσμώτες του φόβου τους υπάκουους πολίτες με ασθενική βούληση και αφετέρου με την αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου να κάμψει το αντιστασιακό φρόνημα των υγιώς αντιδρώντων και σκεπτόμενων πολιτών.
Κάθε φορά που η δημοκρατία θα αισθάνεται «απειλούμενη», οι εχθροί της θα καταγγέλλονται αμέσως ως «αποκτηνωμένοι ακροδεξιοί», όταν η δημόσια υγεία θα «βρίσκεται σε κίνδυνο», η πολιτεία θα αντιμετωπίζει τους ανεμβολίαστους πολίτες και υγειονομικούς ως «αρνητές» της θεοποιημένης επιστήμης και τραγικά θύματα των «θεωριών συνωμοσίας», εκείνοι που διαφωνούν με τον ακραίο και ολοκληρωτικό ψηφιακό κοινωνικό μετασχηματισμό, θα λοιδορούνται ως αρνητές της «ψηφιακής επανάστασης» και ως «υπονομευτές της Μεγάλης Επανεκκίνησης» και θα χλευάζονται ως «ψεκασμένοι», η μερίδα των πολιτών που θα εναντιωθεί στις περικοπές του ηλεκτρικού ρεύματος εξαιτίας της επιβαλλόμενης και επικείμενης ενεργειακής κρίσης, θα στιγματίζονται αυτοστιγμεί ως φιλορώσοι και αντιευρωπαϊστές.
Όσοι, τέλος, αντιτάσσονται στο γελοίο αφήγημα της «κλιματικής κρίσης»
, με το οποίο επιχειρείται να επιβληθεί παγκοσμίως η πράσινη οικονομία και ανάπτυξη και να καθιερωθεί παντού η ηλεκτροκίνηση η οποία θα οδηγήσει σε δραστικό περιορισμό της ευρύτατης δυνατότητας και ελευθερίας που απολαμβάνει σήμερα ο άνθρωπος κατά τις μετακινήσεις του, θα διώκονται ως «αρνητές της κλιματικής αλλαγής» και ως «περιβαλλοντικοί εχθροί».
Συνεπώς, κατά την προώθηση του εκάστοτε νεοταξίτικου αφηγήματος της κυρίαρχης πολιτικοοικονομικής ελίτ θα αξιοποιείται από τους ψυχρούς και απρόσωπους μηχανισμούς της εξουσίας η χρήσιμη (λοιδορούμενη) κοινωνική μειοψηφία, η εσκεμμένη περιθωριοποίηση της οποίας θα λειτουργεί ως φόβητρο με απώτερο σκοπό την χειραγώγηση της συντριπτικής πλειονότητας των υπάκουων πολιτών.
Επειδή όμως η βαθύτερη επιδίωξη κάθε ολοκληρωτικής εξουσίας είναι η επίτευξη της απόλυτης κοινωνικής ομοιομορφίας με την εξάλειψη των διαφορών στην σκέψη, στην έκφραση και στην συμπεριφορά των πολιτών, κρίνεται πολύ πιθανό η οικονομική και κοινωνική πίεση προς τις ποικιλώνυμες «αντινεοταξίτικες μειονότητες» να ενταθεί.
Μόλις σιγήσει κάθε αντίθετη φωνή ελευθερίας μέσα στην κοινωνία, τότε η χαμογελαστή αλλά αβυσσαλέα αυταρχική και σατανοκίνητη εξουσία, απαλλαγμένη από κάθε εσωτερικό, αντιπολιτευτικό και κοινωνικό έλεγχο, θα πετάξει την μάσκα της κίβδηλης ευγένειας, ξεσπώντας το μένος της πρώτα στους πολίτες που πειθάρχησαν, έτοιμη από καιρό να διαπράξει τα μεγαλύτερα και χειρότερα εγκλήματά της.
Επομένως, κάθε φορά που η «δημοκρατική πολιτεία» θα στοχοποιεί ένα αντίπαλο πρόσωπο, πολιτικό φορέα ή κοινωνική ομάδα ανθρώπων, θα οδεύει προοδευτικά προς τον πιο αδυσώπητο και στυγνό ολοκληρωτισμό που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, ξεγελώντας τους αφελείς και καλοπροαίρετους πολίτες, επειδή ακριβώς θα φέρει το πρόσημο του κοινοβουλευτισμού.
Η πολιτική εξουσία που καταπνίγει ή διώκει την ελευθερία της έκφρασης καλλιεργώντας την πόλωση και τον φανατισμό και διαιρώντας την κοινωνία, με αποτέλεσμα η μία ομάδα πολιτών να στρέφεται εναντίον της άλλης (π.χ. εμβολιασμένοι εναντίον ανεμβολίαστων) εκπροσωπεί μια ήδη σαθρή και ετοιμόρροπη δημοκρατία που διολισθαίνει προς τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, απειλώντας με εξαφάνιση το δικαίωμα της διαφωνίας, της αμφισβήτησης και της δημόσιας αντιπαράθεσης, που αποτελούν την πεμπτουσία και την κορωνίδα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με άλλα λόγια, η κυρίαρχη πολιτική ελίτ στο όνομα πάντοτε του «κοινού καλού» θα επιβάλλει στην κοινωνία απάνθρωπες πολιτικές που θα κηλιδώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και θα γίνονται αντιληπτές μόνο από την εκάστοτε επαγρυπνούσα κοινωνική μειοψηφία, η οποία θα διώκεται, θα περιθωριοποιείται και θα απομονώνεται, προκειμένου η συμπαγής πλειονότητα των τρομοκρατημένων πολιτών να παραμένει πειθαρχημένη και υπάκουη στο κεντρικό αφήγημα της εξουσίας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμηθούμε μια παλαιότερη δήλωση του Μητροπολίτη Σεραφείμ Πειραιώς αναφορικά με την αναγκαιότητα του εμβολιασμού των πιστών, η οποία ήταν ποινικώς αξιόλογη στο πλαίσιο εφαρμογής του αντιρατσιστικού νόμου.
Καθώς ο ίδιος διακατεχόταν από φανατικό εμβολιαστικό ζήλο, δεν δίστασε να δηλώσει σε παλαιότερη τηλεοπτική του συνέντευξη επί λέξει τα εξής, αφήνοντας εμβρόνητο κάθε νοήμονα και κριτικά σκεπτόμενο πολίτη:
«Όσοι εναντιώνονται στον εμβολιασμό είναι άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση ούτε με το Χριστό, ούτε με την Εκκλησία του, γιατί δεν αγαπούν τον άνθρωπο, δεν αγαπούν το συνάνθρωπο ούτε τον εαυτό τους».
Το περιεχόμενο της πιο πάνω επισκοπικής δήλωσης αποτελούσε κραυγαλέα περίπτωση ρητορικής μίσους και εμπάθειας και όφειλε να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών, εντούτοις όμως υπήρξε απόλυτη σιγή και συγκάλυψη. Ίσως γιατί το πρόσωπο το οποίο προέβη στην πιο πάνω δήλωση ήταν φορέας της επίσημης εκκλησιαστικής εξουσίας που ταυτιζόταν απόλυτα με το ολοκληρωτικό κυβερνητικό αφήγημα του εμβολιασμού.
Το γεγονός αυτό από μόνο του υπογραμμίζει μια πολύ πικρή αλήθεια: Όποιος αμφισβητεί ή διαφωνεί με το κυρίαρχο αφήγημα της εξουσίας, θα διώκεται, θα τιμωρείται, θα περιθωριοποιείται και θα απομονώνεται. Αντίθετα, εκείνος που υποστηρίζει ένθερμα το εκάστοτε νεοταξίτικο αφήγημά της, ακόμη και αν παραβιάζει τις διατάξεις του αντιρατσιστικού νόμου θα παραμένει ατιμώρητος και θα ανταμείβεται ενδεχομένως ηθικά και υλικά.
Στην επιλεκτική ενεργοποίηση του αντιρατσιστικού νόμου και στην κατά περίπτωση εκδήλωση ποινικής ευαισθησίας εκ μέρους των αρμοδίων εισαγγελικών αρχών υποκρύπτονται ασφαλώς πολιτικές σκοπιμότητες, ενώ η (εξόφθαλμη) αδράνεια τους θα διασφαλίζει πάντοτε την ατιμωρησία των «πραιτοριανών» της εξουσίας.
Οι τελευταίοι εξάλλου παραβιάζουν τον νόμο για «καλό και ευγενικό σκοπό», προωθώντας το κυρίαρχο νεοταξίτικο αφήγημα και, ταυτοχρόνως, απολαμβάνοντας το ακαταδίωκτο.
Η σημερινή εποχή ίσως δύναται να παραλληλιστεί με την περίοδο της Ιεράς Εξέτασης που σφράγισε με τα εγκλήματά της την ιστορία της Μεσαιωνικής Καθολικής Ευρώπης. Οι Ιεροεξεταστές βασάνιζαν τα αθώα θύματά τους προκειμένου να αποκηρύξουν τις υποτιθέμενες πλάνες τους και να πιστέψουν στον Χριστό και Λυτρωτή του κόσμου.
Κατ’ αναλογία, η κυρίαρχη υπερεθνική πολιτικοοικονομική ελίτ του 21ου αιώνα επιχειρεί να επανεκπαιδεύσει –εκόντας-άκοντας– τους βρεφοποιημένους πολίτες στο εκάστοτε νεοταξίτικο αφήγημά της, επιχειρώντας να εξαλείψει από την συλλογική μνήμη των πολιτών τις βιωματικές εμπειρίες του παρελθόντος, προκειμένου να αποδεχθούν ευκολότερα τον «θαυμαστό ψηφιακό κόσμο» της επαυξημένης εικονικής πραγματικότητας του metaverse.
Η αντίχριστη Ν.Τ.Π. επιζητά διαρκώς από τους πολίτες, κυρίως του δυτικού κόσμου, να αποκηρύξουν τις «πεπλανημένες» χριστιανικές τους πεποιθήσεις και να δηλώσουν την εκούσια υποταγή τους στην παγκόσμια ηλεκτρονική διακυβέρνηση της αχρήματης πανθρησκειακής κοινωνίας, υπό το φόντο της ραγδαίας εξάπλωσης των υπολογιστικών μηχανών τεχνητής νοημοσύνης.
Το σύγχρονο «όργανο βασανισμού» των «νεοταξιτών-ιεροεξεταστών» θα είναι η υλοποίηση της απειλής της κοινωνικής, επαγγελματικής και οικονομικής εξόντωσης για όσους επιλέξουν να μην συμμορφωθούν, καθώς οι ίδιοι θα «χάνουν τα χρόνια της ζωής τους» μένοντας στο κοινωνικό περιθώριο, ενώ η πλειονότητα των πολιτών θα συνεχίζει χαρωπά και ανέμελα να απολαμβάνει την «ψηφιακή σκλαβιά» της αόρατης φυλακής.
Μόνο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει η εξής πολύ σημαντική λεπτομέρεια: Ο Χριστός δεν αξίωσε να βασανίζονται οι άνθρωποι στο Όνομά Του, αλλά τους προσκάλεσε να Τον ακολουθούν με την ελεύθερη και αβίαστη προαίρεσή τους.
Επομένως, και οι διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας οφείλουν να κατανοήσουν ότι στην διαλεκτική σχέση πλειοψηφίας-μειοψηφίας εκφράζεται και ενεργοποιείται πλήρως η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και όχι στην μονομερή αναγωγή της στην βούληση της πλειοψηφίας. Ως εκ τούτου, καλούνται να μην διώκουν, κατατρέχουν ή υβρίζουν τους αντιρρησίες και διαφωνούντες, αλλά να προσέρχονται (αν μπορούν) σε δημόσιο διάλογο μαζί τους.
Δυστυχώς όμως, η πρόσφατη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης απεκάλυψε ότι η αξία του δημόσιου επιστημονικού διαλόγου έχει απαξιωθεί στην κοινωνική συνείδηση των πολιτών που επέλεξαν (οι περισσότεροι) την fast track ενημέρωση του τηλεοπτικού μονολόγου των «ακαταδίωκτων ειδικών», αδιαφορώντας για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες του εμβολιασμού στην ψυχοσωματική τους υγεία.
Βέβαια, καθώς έχουμε ήδη εισέλθει στην εποχή της «Μεταδημοκρατίας» παρατηρείται το εξής αξιοπρόσεκτο φαινόμενο:
Οι θεσμοί του κράτους μπορεί μεν τυπικά να υφίστανται –παραπλανώντας τους αφελείς να πιστεύουν ότι ζουν σε «πλέρια» δημοκρατία– στην καθημερινή όμως πρακτική η ζωτική τους λειτουργία διαρκώς υπονομεύεται από την άρχουσα πολιτικοοικονομική ελίτ, ενώ η συμμετοχική δράση των πολιτών στην δημόσια ζωή συρρικνώνεται και υποβαθμίζεται, καθώς οι ίδιοι υπόκεινται σε εξελιγμένες μεθόδους κοινωνικού ελέγχου και σε μαζική χειραγώγηση.
Στο πλαίσιο της «μεταδημοκρατικής» κοινωνίας, οι πολίτες οφείλουν να ενθυμούνται ότι σε θέσεις κυβερνητικής ευθύνης προωθούνται πάντοτε οι ικανότεροι διαχειριστές των νεοταξίτικων αφηγημάτων (Μητσοτάκης, Τρυντώ, Μακρόν, Τζασίντα Αρντέρν κ.λ.π.) καθώς και οι πρόθυμοι οσφυοκάμπτες που υλοποιούν πειθήνια τις αποφάσεις των εγχώριων και ξένων παράκεντρων εξουσίας.
Ενίοτε στην πατρίδα μας, η ικανότητα διαχείρισης των νεοταξίτικων αφηγημάτων και η εθελοδουλία συμπίπτουν με απόλυτη επιτυχία στο ίδιο πρόσωπο…